- μνεῖαι
- μνείαremembrancefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνεία — η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ) 1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.) 2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» υπενθυμίζω, μιλώ… … Dictionary of Greek